Πάρε με όταν φτάσεις..!
Τέμπη 2023 | Το έγκλημα αυτό δε θα αφήσουμε να συγκαλυφθεί, θα γίνουμε η φωνή όλων των νεκρών και των οικογενειών τους..!
Ως ΠΣΕΟ εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια στις οικογένειες των θυμάτων του τραγικού πολύνεκρου σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη, ενός ακόμη προδιαγεγραμμένου εγκλήματος απέναντι στο επιβατικό κοινό και την σύγχρονη κινητικότητα, στο βωμό του κέρδους και της ασυδοσίας.
Αφήγηση:
Οι περισσότεροι μεγαλώσαμε με το “πάρε με, όταν φτάσεις” περίπου ως θηλιά στον λαιμό μας. Ε, τώρα ξέρουμε…
Είναι αυτό το συναίσθημα που μόνο ένας γονιός μπορεί να νιώσει, όσα χρόνια κι αν περάσουν, ακόμη κι αν το παιδί δεν είναι στην εφηβεία αλλά έγινε φοιτητής, μεγάλος άνδρας ή μεσήλικας.
Έγραφε ο Ηρόδοτος:
Κανένας δεν είναι τόσο ανόητος που να προτιμάει τον πόλεμο απ’ την ειρήνη. Γιατί στον καιρό της ειρήνης τα παιδιά θάβουν τους γονείς τους, ενώ αντίθετα στον καιρό του πολέμου οι γονείς θάβουν τα παιδιά τους.
Να που εν καιρώ ειρήνης δεκάδες οικογένειες θα θάψουν τα παιδιά τους. Κάποιοι ίσως να μην μπορούν να το κάνουν ακόμη κι αυτό… δυστυχώς.
Και τι να απαντήσεις σ’ αυτούς τους γονείς;
Πώς να απαλύνεις τον πόνο τους;
Πώς να τους εξηγήσεις ότι ο θάνατος των παιδιών τους δεν οφείλεται σε ένα λάθος ενός σταθμάρχη;
Πώς να τους πεις ότι πρόκειται για έγκλημα διαρκείας και οι ένοχοι δεν θα λογοδοτήσουν ποτέ;
Ποιος θα τιμωρηθεί για να μην ξαναγίνουν τέτοια εγκλήματα;
Ποιος θα μας εξασφαλίσει ότι τα παιδιά μας όταν φεύγουν για ένα ταξίδι θα πάρουν τηλέφωνο, θα στείλουν μήνυμα;
Κι ότι αυτά θα θάψουν τους γονείς τους, κι όχι το αντίθετο;
Μια από τα ίδια στην Ελλάδα. Αμέσως μετά από κάθε τραγωδία γράφουμε όλο συναίσθημα, κλαίμε, ανατριχιάζουμε από τις λεπτομέρειες, κάποιοι δεν κοιμόμαστε τα βράδια.
Η χώρα μας είναι σάπια και μαζί σαπίζουμε κι εμείς. (Από το in.gr)
Συμμετέχοντας στο πανεθνικό πένθος:
Οι Σχολές που έχουν εκπαιδευτές μέλη του ΠΣΕΟ, θα έχουν σβηστές τις ταμπέλες των Σχολών Οδήγησης και των ΚΕΘΕΥΟ, από το Σάββατο 4 μέχρι και την Παρασκευή 10 Μαρτίου!
Στα εκπαιδευτικά μας οχήματα θα κρεμάσουμε μια μαύρη κορδέλα..!
Σχήμα της απουσίας.
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί –
Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα
σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο
που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄τη στέρηση
μα απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.
Κάποτε, μες στο βράδυ της άνοιξης, ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα
χωρίς κανείς να το μαλώσει’ σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα,
εκεί που καθόταν ήσυχα στο χώμα
κι η θέση του στο χώμα μένει ζεστή
και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν αέρα
σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα. Τότε ολόγυρα
μαζεύονται, σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά, τα μικρά πρόβατα
να ζεσταθούνε’ και λίγο πιο πέρα
ένα ψηλό, ολομόναχο, άσπρο άλογο
φέγγοντας όλο κάτω απ΄ την αστροφεγγιά
κλαίει με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το κεφάλι του.
Τα βράδια του καλοκαιριού, την ώρα που κλείνουν τα δημόσια πάρκα
και τα μικρά κορίτσια με τις παραμάνες τους γυρίζουν στα σπίτια τους
κι άλλα μικρότερα μες στα καρότσια τους, κοιμισμένα κιόλας,
πίσω τους έρχονται σε μια βουβή, αόρατη ακολουθία, τα πεθαμένα κορίτσια,
ωχρά, με μαραμένα μαλλιά, κρατώντας στα δεμένα χέρια τους
τις ξερές ανθοδέσμες τους, σα μικρά ποιήματα
που δεν πρόφτασαν να τα μάθουν απ’ έξω.
Στέκουν από μακριά και κοιτάζουν τις κορδέλες και τα παιχνίδια κρεμασμένα στα περίπτερα,
τη φωτισμένη, ταπεινή βιτρίνα του γειτονικού ψιλικατζίδικου
αφήνοντας σε κάθε βήμα τους ένα χώρο εσωτερικό που τον γεμίζει αμέσως
μια σκιά μενεξεδένια και ρόδινη. Φτάνουν ως έξω απ’ το σπίτι τους,
κοιτούν το κλεισμένο παιδικό τους παράθυρο,
υψώνουν μια στιγμή το χέρι, μα δε χτυπούν τη γρίλια. Από μέσα
ακούνε οι γονείς το χτύπημα’ αφήνουν την πετσέτα να πέσει στο τραπέζι
σα να πέφτει ένα μεγάλο ξερό φύλλο πάνω στο χρόνο. Ανοίγουν την πόρτα.
Δεν είναι τίποτα. Βλέπουν μονάχα
τα μαραμένα αστέρια, τον άδειο ουρανό, τον άδειο κόσμο
και ξανακλείνουν την πόρτα σα να μπαίνουν μέσα τα παιδιά τους.
Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της,
χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει
σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο λίγο
το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη,
χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της –
ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε.
Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη
γιατί, για ό,τι γίνεται ‘κείνο που λείπει,
φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.
Ένα μικρό κορίτσι, ανύποπτα, νυχτώθηκε άξαφνα μέσα στη λύπη.
Τι ‘ταν λοιπόν η ζωή; Κι αυτός ο πόνος; Κι η κραυγή τούτη;
Ήταν δικά του αυτά; Και περίμεναν πίσω απ΄ το γέλιο του
πανέτοιμα κι επίβουλα; Κι αυτά τ’ αγαπημένα πρόσωπα
που έσκυβαν πάνω του, μακρινά κιόλας; Άνοιξε ήσυχα, λοιπόν,
την πόρτα ενός άστρου, μπήκε μέσα προφυλακτικά να μην ακούσουμε,
μα όλες τις νύχτες ‘κείνη η πόρτα ανοιχτή
χτυπάει απ’ τον αγέρα του μικρού λυγμού του. Κι ούτε μπόρεσε να σηκωθεί πια να την κλείσει.
Ούτε μπορούμε (είναι μακριά) να την κλείσουμε.
Δε μας γνωρίζει τίποτα. Μα εσύ επιμένεις αόρατη
να μας γνωρίσεις πάλι με τη ζωή – να συμμαχήσουμε. Αν είναι
το βλέμμα σου μέσα στο βλέμμα μας, δε θ’ αρνηθούμε
να δούμε, να μιλήσουμε, να κινηθούμε. Αυτός ο νέος
ίσως μια μέρα και να σ’ αγαπούσε. Ετούτα τα κορίτσια
ίσως και θα ΄ταν φιλενάδες σου. Σε τούτο το σχολείο
θα πήγαινες μεθαύριο. Κι έτσι μέσα στη νύχτα
που φεύγουμε ξένοι, μπρος σε δυο σειρές ακατοίκητα σπίτια,
κάτω από γλόμπους χωρίς αχτίνες σαν κλεισμένα χέρια,
μια γλάστρα ποτισμένη που στάζει απ’ το παλιό μπαλκόνι
εμπιστεύεται πάλι τον ήχο της σ’ εμάς’ μια πόρτα
μισανοιγμένη, ξαγρυπνάει για ΄μας κι αυτός ο ξύλινος πάγκος
παρατημένος καταμεσής στην ερημιά, εμάς περίμενε να καθίσουμε, ξέροντας
πως κάπου εκεί, σ’ ένα μοναχικό παράθυρο, κρεμασμένο
ψηλά στη νύχτα, εσύ, πίσω απ’ το δαντελένιο κουρτινάκι,
περιμένεις να σου χαμογελάσουμε”.
Γ. Ρίτσος